- ερμηνεύς
- ἑρμηνεύς, ὁ (AM)1. αυτός που εξηγεί κάτι, αυτός που κάνει κάτι σαφές2. αυτός που μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη, ο διερμηνέας, ο δραγομάνος3. ο μεσάζων, ο προξενητής4. ο μεσίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με θέμα άγνωστης ετυμολ. + κατάλ. -ευς* (πρβλ. γραφεύς). Πιθ. δάνειο από Μ. Ασία. Κατ’ άλλη άποψη εικάζεται συγγένεια με τα αρχ. ελλ. είρω* «αραδιάζω», είρω* «λέγω» και το λατ. sermō «λόγος, ομιλία».ΠΑΡ. ερμηνεύω].
Dictionary of Greek. 2013.